Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄγριος ἄμπελος

См. также в других словарях:

  • αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… …   Dictionary of Greek

  • μελανάγριος — μελανάγριος, ον (Α) 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελανάγριος το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία 2. φρ. «μελανάγριος ἄμπελος» είδος αμπέλου, η μαύρη άγρια άμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἄγριος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»